τετρασίριον

τετρασίριον
τετρα-σίριον, τό,
A small quadrangular barn, Hero *Mens.49.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετρασίριον — τὸ, Α μικρή τετραγωνική σιταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σίριον (< σιρός «σιταποθήκη)] …   Dictionary of Greek

  • τετρασιρίου — τετρασίριον small quadrangular barn neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετράσειρον — τὸ, Α τετραγωνική αποθήκη σίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σειρον (< σειρός, άλλος τ. τού σιρός «σιταποθήκη»). Ο τ. θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε τετράσιρον (πρβλ. και τετρασίριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”